- υπερκειμένως
- Αεπίρρ.1. τοπ. σε υψηλότερη θέση2. μτφ. με ανώτερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερκείμενος, μτχ. τού ρ. ὑπέρκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκειμένως — ὑπέρκειμαι lie above perf part mp masc acc pl (doric) ὑπέρκειμαι lie above pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)